πτωτικός — ή, ό / πτωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πτωτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πτώση ή στις πτώσεις τών κλινομένων ονομάτων (α. «πτωτικός τύπος» β. «ὄνομά ἐστι μέρος λόγου πτωτικόν», Δίον. Θρ.) νεοελλ. αυτός που έχει την τάση να πέφτει ή να πέσει («το… … Dictionary of Greek
πτωτικά — πτωτικός capable of inflexion neut nom/voc/acc pl πτωτικά̱ , πτωτικός capable of inflexion fem nom/voc/acc dual πτωτικά̱ , πτωτικός capable of inflexion fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωτικῶν — πτωτικός capable of inflexion fem gen pl πτωτικός capable of inflexion masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωτικόν — πτωτικός capable of inflexion masc acc sg πτωτικός capable of inflexion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωτικαί — πτωτικός capable of inflexion fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωτικοῖς — πτωτικός capable of inflexion masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωτικοῦ — πτωτικός capable of inflexion masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωτικῆς — πτωτικός capable of inflexion fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωτικῇ — πτωτικός capable of inflexion fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωτική — πτωτικός capable of inflexion fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)